- τοιχορύκτης
- τοιχ-ορύκτης, ου, ὁ,A = τοιχωρύχος, Sch.Pi.metr.p.13 Boeckh, Phot., Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοιχορύκτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχορύκτης — και τοιχωρύκτης, ὁ, Α τοιχωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + ὀρυκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. φρεατ ορύκτης] … Dictionary of Greek
τοιχωρύκτης — ὁ, Α βλ. τοιχορύκτης … Dictionary of Greek